συμπιεστότητα

συμπιεστότητα
η, Ν
[συμπιεστός]
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα τής αύξησης τής πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπιεστικότητα — η, Ν [συμπιεστικός] συμπιεστότητα …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης 2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος 3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”